- ακινητικός
- -ή, -όο σχετικός με τη μείωση ή την αναστολή τής κινητικότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α- + κινητικός, πρβλ. αγγλ. acinetic].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακινησιακός — ή, ό [ακινησία] ο ακινητικός* … Dictionary of Greek